- αυτουργός
- -ή, -ό (AM αὐτουργός, -όν)νεοελλ.(κυρίως ως ουσ.) εκείνος που πραγματώνει με δική του ενέργεια ή παράλειψη την αντικειμενική υπόσταση ενός εγκλήματος ή ενεργεί πράξη που περιέχει αρχή εκτέλεσής τουαρχ.-μσν.1. αυτός που ενεργεί μόνος του, χωρίς βοήθεια2. όποιος ενεργεί ανεξάρτητα από άλλουςαρχ.1. αυτός που εργάζεται με τα ίδια του τα χέρια2. αυτός που καλλιεργεί τη γη μόνος του3. μτφ. αυτοδίδακτος4. αυτός που υποβάλλει τον εαυτό του σε βαριά εργασία.[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτ(ο)- + -ουργός < -Fοργός < έργον].
Dictionary of Greek. 2013.